Η χήρα του Νεομάρτυρος

Η ΧΗΡΑ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
Επιμέλεια: Αδαμαντία Μπέλλου, Δημήτρης Πατσέας, μαθητές του Α2
Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν ο Γιάννης ο Μουτζούρης γύρναγε από τα χωράφια του. Ξαφνικά στο δρόμο της επιστροφής περνώντας από το νεκροταφείο του χωριού διέκρινε μες στο σκοτάδι τη σκιά ενός ανθρώπου σκυμμένου πάνω από ένα μνήμα. Γεμάτος περιέργεια πέρασε την πόρτα του νεκροταφείου όπου είδε έναν άνδρα που έμοιαζε με καλόγερο να προσεύχεται πάνω από το μνήμα της κυρά Χρυσής που μόλις εκείνη τη μέρα είχε θαφτεί εκεί. Ο Γιάννης ο Μουτζούρης του φώναξε από μακριά τι κάνει εκεί αλλά τα λόγια του δεν βρήκαν ανταπόκριση μόνο που ο ξένος σταμάτησε να προσεύχεται. Αφού πλησίασε πιο κοντά τον ρώτησε αν γνώριζε τη γυναίκα και αυτός απάντησε πως ναι.. Ο Γιάννης κατάλαβε ότι ο ξένος δεν ήθελε να μιλήσει έτσι τον προσκάλεσε αν ήθελε να του μιλήσει να πήγαινε να τον βρει σ’ένα καπηλειό λίγα μέτρα μακριά..
Μετά  από ένα τέταρτο, ο ξένος εμφανίστηκε στο καπηλειό και πήγε και κάθισε δίπλα στο Γιάννη. Ο Γιάννης άρχισε πρώτος και τον ρώτησε αν γνώριζε την κυρά-Χρυσή αλλά εκείνος απάντησε πως γνώριζε λίγο τον άνδρα της. «Ποιόν απ’όλους..» ρώτησε ο μπάρμπα-Γιάννης,  μιας και η γριά Χρυσή είχε παντρευτεί τρείς φορές. Ο ξένος με βαθύ αναστεναγμό είπε πως γνώριζε τον πρώτο της άνδρα. «Ο Θεός να ελεήσει την ψυχή μου! Είμαι πολύ αμαρτωλός άνθρωπος» ήταν τα τελευταία του λόγια. Ο μπάρμπα-Γιάννης απόρησε τι συμβαίνει.Ο ξένος συνέχεια επανέλαβε τη φράση «είμαι αμαρτωλός». Μετά από πολλές ερωτήσεις του Γιάννη ο ξένος θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερο να του πει ο ίδιος τι γνώριζε γιατί ο ίδιος δεν είχε καμιά περιέργεια αφού αυτά που θα του έλεγε τα ήξερε. Έτσι ο Γιάννης άρχισε να αφηγείται την ιστορία του πρώτου άνδρα της κυρά-Χρυσής.
Ο πρώτος σύζυγός της ήταν ένας ναυτικός που τον έλεγαν Κωνσταντή με τον οποίο είχε αποκτήσει μια κόρη.Ο Κωνσταντής πήγε στην Πόλη απ’όπου εμπορευόταν κρασί και έλαια. Εκείνες τις μέρες ανάμεσα στους Χριστιανούς πωλητές και τους Οθωμανούς αγοραστές αναπτύχθηκε έντονη διαφωνία που οδήγησε στο θάνατο ενός Τούρκου.Τότε οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Κωνσταντή ως ύποπτο για το φόνο. Αφού τον ανέκριναν βίαια αυτός συνέχιζε να ισχυρίζεται την αθωότητα του.Ο δικαστής είχε αφήσει ελεύθερους τους συντρόφους του αλλά μετά έκρινε αναγκαίο να τους ξανασυλλάβει για ανάκριση. Και αυτοί όμως ισχυρίζονταν τα ίδια με τον Κωνσταντή έτσι τους άφησε ελεύθερους. Ο δικαστής ανέκρινε ξανά τον Κωνσταντή, ο οποίος ορκίστηκε στην πίστη του ότι δεν σκότωσε αυτός τον Τούρκο. Αυτός αμέσως απάντησε πως η πίστη του είναι ψεύτικη. Ο Κωνσταντής επέμενε ότι η πίστη του ήταν αληθινή. Οι Τούρκοι τον πίεζαν να ομολογήσει λέγοντάς του ότι αφού είναι αθώος ας γίνει μουσουλμάνος για να τον πιστέψουν. Εκείνος όμως κατηγορηματικά αρνήθηκε όταν ακόμα απειλήθηκε να κρεμαστεί. Αφού ο δικαστής τον ρώτησε αν αλλάζει την πίστη του για τελευταία φορά και εκείνος αρνήθηκε ξανά ο δικαστής αποφάσισε να τον κρεμάσει. Αφού έφτασαν στην αγχόνη και παρά τις πιέσεις των Τούρκων ο Κωνσταντής  τελικά κρεμάστηκε με τις τελευταίες του λέξεις να είναι «Μνήσθητί μου, Κύριε ». Οι παλιοί του σύντροφοι μετά από τρία χρόνια  πήραν από την Πόλη τα κόκαλα του Κωνσταντή που μύριζαν ρόδα και βασιλικό και τα τοποθέτησαν στο ιερό βήμα του παρεκκλησιού.
Η κυρά-Χρυσή μαθαίνοντας τα άσχημα νέα θρήνησε τον άντρα της και μετά από δύο χρόνια ξαναπαντρεύτηκε. Λίγες μέρες μετά από το γάμο της είδε στον ύπνο της τον Κωνσταντή με μια θηλιά στο λαιμό να την ρωτάει «Χρυσή, με ξέχασες…». Η κυρά-Χρυσή ξύπνησε με πυρετό και με πόνο στο ένα της αυτί. Με πόνους γέννησε το δεύτερο παιδί της και τότε πέθανε το πρώτο της παιδί, μετά από λίγο καιρό ο σύζυγος της και η Χρυσή έμεινε κουφή από το ένα της αυτί. Η Χρυσή θρήνησε το δεύτερο σύζυγό της και μετά από λίγο καιρό πέθανε και το δεύτερο παιδί της. Μετά από τρία χρόνια η Χρυσή παντρεύεται τον τρίτο της άντρα και μετά από λίγες μέρες ξαναβλέπει στον ύπνο της τον Κωνσταντή να της λέει «Χρυσή όλο με ξεχνάς». Η Χρυσή ξυπνά πάλι με πυρετό και πόνο στο άλλο της αυτί. Έτσι λίγο αργότερα πεθαίνει και ο τρίτος της σύζυγος και η Χρυσή μένει κουφή. Αυτή ήταν η γριά-Χρυσή όπως την ονόμαζαν.
«Έτσι έγινε..» είπε ο ξένος στον μπάρμπα-Γιάννη . «Δηλαδή όλα αυτά τα ήξερες..» είπε ο Γιάννης. «Ναι, και κάτι παραπάνω» ήταν η απάντηση του ξένου. Ο μπάρμπα-Γιάννης απόρησε τι παραπάνω να γνώριζε. «Ότι λείπει απ’όλη την ιστορία» είπε ο ξένος. Ο Γιάννης δεν κατάλαβε και ο ξένος του εξήγησε ότι αυτό που λείπει είναι ποιος ήταν αυτός που σκότωσε τον Τούρκο… και ο ξένος έφυγε. Ο Γιάννης κατάλαβε και καθώς ο ξένος έφευγε άκουσε τη φράση «Ο Θεός να ελεήση την ψυχή μου».      

Το μοιρολόγι της Φώκιας

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ
Επιμέλεια: Αγγελική Ουζεΐρ, Θεοδώρα Μεντή, μαθήτριες του Α2
Το διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας» μας περιγράφει ένα χωριό όπου κοντά υπάρχει  ένας γιαλός που ονομάζεται «Το κογχύλι». Συνήθως τα βράδια κατέβαινε στο γιαλό μια γριά, το όνομα της ήταν Λούκαινα, για να πλύνει τα μάλλινα σεντόνια της ή να τα ξεγλυκάνει  στη βρύση που την είχαν ονομάσει «Γλυφονέρι». Καθώς κατέβαινε το μονοπάτι άρχιζε το μοιρολόγι για τα πέντε παιδιά της που είχε θάψει, επίσης και τον άντρα της, και της είχαν απομείνει δυο υιοί και μια κόρη αλλά και αυτοί ήταν ξενιτεμένοι.
Όταν η γριά Λούκαινα ξαναπήγε ως συνήθως εκείνη τη φορά της έτυχε ένα ασυνήθιστο γεγονός που δεν της είχε τύχει άλλη φορά. Καθώς έπλενε βλέπει μέσα στο γιαλό ένα κοιμητήριο μέσα στο υπήρχαν λείψανα από χρυσές γόβες, κεντήματα, σκελετοί ανθρώπων κ.α. Όμως το συναρπαστικό είναι ότι στο κοιμητήριο υπήρχε ένας βοσκος που έπαιζε φλογέρα. Μια φώκια βοσκούσε εκεί στα βαθιά στα κρυστάλλινα νερά, άκουσε το σιγανό μοιρολόι της γριάς και τη φλογέρα του βοσκού και υποκλινόταν μέσα στα νερά καθώς έβγαινε στα ρηχά
Η γριά είχε μια εγγονή την Ακριβούλα την οποία είχε στείλει η μητέρα της στην γιαγιά της αλλά δεν ήξερε το δρόμο. Όπως προχωρούσε άκουσε την φλογέρα και ακολουθούσε αυτό το δρόμο. Αφού καμάρωνε το βοσκό ανακάλυψε ένα απότομο μονοπάτι και πήρε το κατήφορο για να ανταμώσει την γιαγιά της. Η μικρή όμως τα έβλεπε πλέον δύσκολα εν τω μεταξύ είχε σκοτεινιάσει πια και δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπάθησε να ξαναγυρίσει πίσω αλλά δεν τα κατάφερε και γλύστρισε και έπεσε στο κύμα. Ο βοσκός άκουσε κάτι αλλά δεν ήταν και σίγουρος γιατί δεν είχε νιώσει την απουσία της μικρής. Η γριά Λούκαινα αφού είχε νυχτώσει ήδη, ετοιμάστηκε για την επιστροφή αλλά στη μέση του δρόμου άκουσε το θόρυβο. Νόμιζε όμως ότι ήταν ο βοσκός και πέταγε πέτρες στο γιαλό και ακολούθησε το δρόμο της. Ο βοσκός συνέχισε να σιγοπαίζει τη φλογέρα του. Ενώ η φώκια βρήκε το πνιγμένο σώμα της μικρής Ακρίβουλας και άρχισε  να  το μοιρολογά.
Το μοιρολόγι της φώκιας όπου το μετάφρασε ένας γέρος ψαράς έλεγε τα εξής:
Αυτή ήταν η Ακριβουλα
η εγγονη της γριάς Λούκαινας
«τα φύκια να είναι τα στεφάνια της
τα  κογχύλια τα προικιά της
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να είχαν ποτέ τελειωμό
τα πάθη και οι καημοί του κόσμου.               

Ο κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης

Διά χειρός Ανδρομάχης Καψάλη, μαθήτριας του Α1

Η ζωή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η ζωή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Επιμέλεια: Ελένη Πάσχου, Ευφροσύνη Πάντου, μαθήτριες του Α2

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντη γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851 και απεβίωσε σε ηλικία 60 ετών στις 3 Ιανουαρίου 1911. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, επονομαζόμενος και ως «ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε μια πολυμελή οικογένεια και λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, απέκτησε από νωρίς εξοικείωση με τα εκκλησιαστικά πράγματα.
Η πρώτη του επαφή με τα γράμματα ήταν στο νησί του, στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού όπου ήταν εσωτερικός. Αργότερα φοίτησε στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας, στον Πειραιά και τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρονών, χρειάστηκε πολλές φορές να διακόψει την φοίτηση λόγω οικονομικών προβλημάτων. Παρολ’ αυτά δεν πτοήθηκε αλλά αγωνίστηκε να βγάλει το χαρτζιλίκι του προγυμνάζοντας μαθητές. Σε ηλικία 21 ετών αποπειράθηκε να γίνει μοναχός, γι’ αυτό τον λόγο επισκέφτηκε το Άγιο Όρος το 1872, μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο. Εκεί έμεινε 8 μήνες ως δόκιμος μοναχός, αλλά τελικά επέστρεψε στην Αθήνα, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα».
Στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, την οποία δε κατάφερε να τελειώσει λόγω των οικονομικών προβλημάτων αλλά και αυτών της υγείας του που τον ταλάνιζαν. Απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας  γύρισε στο νησί του, αλλά όχι για πολύ, καθώς οι οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να επιστρέψει πίσω.
Γενικά, έζησε μια ζωή απομόνωσης και μοναξιάς. Δεν έκανε εύκολα φίλους, διότι ήταν πολύ κλεισμένος στον εαυτό του. Αυτός ο αλλόκοτος τρόπος ζωής σε συνδυασμό με την πίστη και την αφοσίωση του στην Ορθόδοξη Εκκλησία τον έκαναν να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα μέρα με την μέρα γινόταν και πιο δύσκολη. Τα οικονομικά προβλήματα, η υπερβολική επιθυμία για ποτό και η έλλειψη χρημάτων, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του έκαναν την κατάστασή του δραματική. Οι φίλοι του, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος και Αριστομένης Προβελέγγιος σε μια προσπάθεια τους να βγάλουν τον Παπαδιαμάντη από τον Γολγοθά στον οποίο βρισκόταν, οργανώνουν  το 1908 στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» μια γιορτή με σκοπό τη συγκέντρωση ενός χρηματικού ποσού.
Τελικά ο Παπαδιαμάντης κατάφερε να βγει από τον οικονομικό αδιέξοδο και να αποφάσισε στις αρχές του 1908 να επιστρέψει στη Σκιάθο και να μην ξαναγυρίσει πίσω στην Αθήνα την πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος αποκαλούσε. Τρία χρόνια αργότερα, μετά από επιδείνωση της υγείας του, δεν άντεξε και έφυγε από την ζωή. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος απέκτησε πανελλήνιο χαρακτήρα.
Ορισμένοι ποιητές αλλά και εκδότες έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια και τεύχη αντίστοιχα αφιερωμένα στη μνήμη του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι ο Α. Παπαδιαμάντης δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της ζωής του να νιώσει τη περηφάνια και την ευχαρίστηση να δει τα έργα του να εκδίδονται. Όλα τα αριστουργήματά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του.
Τέλος, πολύ σημαντικό είναι να αναφερθεί το ότι ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης, αλλά ανήκει και στη λίστα των καλύτερων λογοτεχνών παγκοσμίως.

Σκιαγραφώντας τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Δια χειρός Ασημίνας Στεργίου, μαθήτριας του Α2
Υπεύθυνος καθηγητής: Ιωάννης Τάτσης, Θεολόγος