Το μοιρολόγι της Φώκιας

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ
Επιμέλεια: Αγγελική Ουζεΐρ, Θεοδώρα Μεντή, μαθήτριες του Α2
Το διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας» μας περιγράφει ένα χωριό όπου κοντά υπάρχει  ένας γιαλός που ονομάζεται «Το κογχύλι». Συνήθως τα βράδια κατέβαινε στο γιαλό μια γριά, το όνομα της ήταν Λούκαινα, για να πλύνει τα μάλλινα σεντόνια της ή να τα ξεγλυκάνει  στη βρύση που την είχαν ονομάσει «Γλυφονέρι». Καθώς κατέβαινε το μονοπάτι άρχιζε το μοιρολόγι για τα πέντε παιδιά της που είχε θάψει, επίσης και τον άντρα της, και της είχαν απομείνει δυο υιοί και μια κόρη αλλά και αυτοί ήταν ξενιτεμένοι.
Όταν η γριά Λούκαινα ξαναπήγε ως συνήθως εκείνη τη φορά της έτυχε ένα ασυνήθιστο γεγονός που δεν της είχε τύχει άλλη φορά. Καθώς έπλενε βλέπει μέσα στο γιαλό ένα κοιμητήριο μέσα στο υπήρχαν λείψανα από χρυσές γόβες, κεντήματα, σκελετοί ανθρώπων κ.α. Όμως το συναρπαστικό είναι ότι στο κοιμητήριο υπήρχε ένας βοσκος που έπαιζε φλογέρα. Μια φώκια βοσκούσε εκεί στα βαθιά στα κρυστάλλινα νερά, άκουσε το σιγανό μοιρολόι της γριάς και τη φλογέρα του βοσκού και υποκλινόταν μέσα στα νερά καθώς έβγαινε στα ρηχά
Η γριά είχε μια εγγονή την Ακριβούλα την οποία είχε στείλει η μητέρα της στην γιαγιά της αλλά δεν ήξερε το δρόμο. Όπως προχωρούσε άκουσε την φλογέρα και ακολουθούσε αυτό το δρόμο. Αφού καμάρωνε το βοσκό ανακάλυψε ένα απότομο μονοπάτι και πήρε το κατήφορο για να ανταμώσει την γιαγιά της. Η μικρή όμως τα έβλεπε πλέον δύσκολα εν τω μεταξύ είχε σκοτεινιάσει πια και δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπάθησε να ξαναγυρίσει πίσω αλλά δεν τα κατάφερε και γλύστρισε και έπεσε στο κύμα. Ο βοσκός άκουσε κάτι αλλά δεν ήταν και σίγουρος γιατί δεν είχε νιώσει την απουσία της μικρής. Η γριά Λούκαινα αφού είχε νυχτώσει ήδη, ετοιμάστηκε για την επιστροφή αλλά στη μέση του δρόμου άκουσε το θόρυβο. Νόμιζε όμως ότι ήταν ο βοσκός και πέταγε πέτρες στο γιαλό και ακολούθησε το δρόμο της. Ο βοσκός συνέχισε να σιγοπαίζει τη φλογέρα του. Ενώ η φώκια βρήκε το πνιγμένο σώμα της μικρής Ακρίβουλας και άρχισε  να  το μοιρολογά.
Το μοιρολόγι της φώκιας όπου το μετάφρασε ένας γέρος ψαράς έλεγε τα εξής:
Αυτή ήταν η Ακριβουλα
η εγγονη της γριάς Λούκαινας
«τα φύκια να είναι τα στεφάνια της
τα  κογχύλια τα προικιά της
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να είχαν ποτέ τελειωμό
τα πάθη και οι καημοί του κόσμου.               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υπεύθυνος καθηγητής: Ιωάννης Τάτσης, Θεολόγος